- διοικονομῶ
- διά-οἰκονομέωmanage as a house-stewardpres subj act 1st sg (attic epic doric)διά-οἰκονομέωmanage as a house-stewardpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διοικονομώ — διοικονομῶ ( έω) (AM) [οικονομώ] κανονίζω, διευθετώ … Dictionary of Greek
προδιοικονομώ — έω, Α προετοιμάζω, προπαρασκευάζω («χρὴ γὰρ οὗτως προδιοικονομεῑν ἑαυτὸν καὶ ἐθίζειν ἐν οἷς ἐγχειρίζεται», ΑΒ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διοικονομῶ «κανονίζω, διευθετώ»] … Dictionary of Greek
συνδιοικονομώ — έω, Α διευθετώ, κανονίζω κάτι από κοινού με άλλον («πᾱσαν αὐτῇ συνδιῳκονόμει τὴν ἐπικειμένην φροντίδα», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διοικονομῶ «κανονίζω, διευθετώ»] … Dictionary of Greek